Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπεραινω
ἐκπεραίνω
ἐκ-περαίνω
; 1) завершать, оканчивать
ex. (τὰ οὐκ ὀλίγα πράγματα ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ Plat.)
ἐ. βίοτον Eur. — оканчивать жизнь, умирать
; 2) pass. исполняться, осуществляться
ex. (παλαιὸς χρησμὸς ἐκπεραίνεται Eur.)
ἢν ταῦτα ἡμῖν μέ ἐκπεραίνηται ὥστε … Xen. — если нам не удастся …