Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κλεινος
κλεινός
дор. κλεεννός adj.=3 3 , редко adj.=2 2
; 1) славный, прославленный, знаменитый
ex. (οἰκιστήρ, γάμος Pind.; ἀνήρ Plat.; Οἰδίπους, Σαλαμίς, αἰνίγματα Soph.; πόλις, ὄνομα Arph.; στέφανος Eur.; κ. ἐν ταῖς παρθένοις γεγονώς Plut.)
τόξοισι κ. Aesch. — прославленный стрелок
; 2) известный, хорошо знакомый
ex. καὴ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ Luc. — и это хорошо о нем известно - см. тж. κλεινά