Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαμαυροω
ἐξαμαυρόω
ἐξ-ᾰμαυρόω
; 1) досл. затемнять, помрачать, перен. ослаблять, подавлять
ex. (τὸν φθόνον μεγέθει δυνάμεως Plut.)
; 2) pass. слабеть
ex. (τὸ φιλεῖν εἰς πολλοὺς μεριζόμενον ἐξαμαυροῦται Plut.)
; 3) pass. скрываться, исчезать
ex. (γᾶς ὑπὸ κεῦθος Eur.)