Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εναλιος
ἐνάλιος
ἐν-άλιος
эп.-дор. εἰνάλιος adj.=3 3 и adj.=2 2
(ᾰ)
; 1) морской
ex. (κορῶναι Hom.; ἄκατος Pind.; πόροι Aesch.; θεός Soph., Eur.; νῆσοι, ζῷα Arst.)
εἰνάλιοι πόνοι Pind., Theocr. — труды рыбаков;
ἐ. λεώς Soph. — мореплаватели, моряки;
πόντου ἐναλία φύσις Soph. и τὸ τῶν ἐναλίων γένος Plut. = ἰχθύες
; 2) приморский
ex. (χθών Eur.; δίαιται Plut.)