Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταμειβω
μεταμείβω
μετ-ᾰμείβω
дор.-эол. πεδᾰμείβω тж. med.
; 1) обменивать ex. (ἐσλὸν πήματος Pind.); менять
ex. (τὰς ὀπὰς ἐν τῇ γῇ, Arst.)
μεταμειβόμενοι Pind. — чередуясь;
μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβόμενος Eur. — прошедший через длинную вереницу всяческих преуспеяний
; 2) передавать по наследству
ex. (γᾶν τέκνων τέκνοις Eur.)