Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ελξις
ἕλξις
-εως ἡ
; 1) таскание, волочение
ex. (αἱ Ἕκτορος ἕλξεις περὴ τὸ σῆμα τοῦ Πατρόκλου Plat.; αἱ παλαιόντων ἕλξεις Plut.)
ἱματίων ἕλξεις Plat. — волочащиеся по земле одежды
; 2) притягивание, притяжение
ex. (τῶν ἠλέκτρων Plat.; ἕ. ἡ ἀπ΄ ἄλλου πρὸς αὐτὸ ἢ πρὸς ἄλλο κίνησις Arst.)