Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσχρῃζω
προσχρῄζω
προσ-χρῄζω
ион. προσχρηΐζω
; 1) хотеть, желать
ex. ἐπείτε προσχρηΐζετε τούτων Her. — поскольку вы этого желаете;
τί προσχρῄζων μαθεῖν ; Soph. — что ты хочешь узнать?
; 2) просить, требовать
ex. (προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ Her.)
; 3) нуждаться
ex. (οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Soph.)