Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιτευγμα
ἐπίτευγμα
ἐπί-τευγμα
-ατος τό
; 1) удача, успех, счастье Diod.
; 2) счастливая выдумка, удачный прием
ex. (ἐπιτεύγμασί τισι χρῆσθαι Arst. ap. Diog.L.)
; 3) создание, творение
ex. (ποιητῶν ἀγαθῶν Diod.)