Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δεσμευω
δεσμεύω
; 1) вязать, связывать
ex. (τινά HH., Eur.; λαμπάδας Polyb.)
; 2) связывать в снопы Hes.
; 3) спутывать
ex. (τὰ ἐμπρόσθια σκέλη τῶν ἐλεφάντων Arst.)
; 4) досл. взнуздывать, перен. обуздывать
ex. (παῖδας χαλινοῖς τισι Plat.; τὰς ὁρμάς τινος Plut.)
; 5) привязывать
ex. (τὰς κύνας Arst.)