Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυμπαραγιγνομαι
ξυμπαραγίγνομαι
συμ-παραγίγνομαι
ион. συμπαραγίνομαι
; 1) одновременно появляться, подоспевать, приходить
ex. (ἐπὴ τέν θεωρίαν NT.)
ὥστε καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὴ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. — когда съеден первый урожай, поспевает последний (т.е. новый);
βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. — подоспев (на помощь) с небольшим отрядом
; 2) помогать
ex. (τινι Dem., NT.)