Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιθετικος
ἐπιθετικός
ἐπι-θετικός
adj.=3 3
; 1) всегда готовый к нападению, рьяный
ex. (ὁ κύων ἐ. τοῖς θηρίοις Xen.)
; 2) предприимчивый, деятельный
ex. (στρατηγός Xen.; ἐπιθετικώτατος περὴ πάσας τὰς πράξεις Arst.)