Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επινεφελος
ἐπινέφελος
ἐπι-νέφελος
adj.=2 2
; 1) покрытый облаками, облачный
ex. οὐκ ἐπινεφέλων ὄντων Her. — когда небо (было) безоблачно;
ἐπινεφέλων ὄντων, ἐν τοῖς ἐπινεφέλοις или ὅταν ἐπινέφελον ᾖ Arst. — в облачную погоду
; 2) несущий облака
ex. (οἱ βορέαι Arst.)