Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιγραφη
περιγρᾰφή
περι-γρᾰφή ἡ
; 1) очертание, очерк, эскиз, контур (τοῦ προσώπου Luc.):
π. τις ἔξωθεν περιγεγραμμένη Plat. некий внешний набросок;
π. καὶ οἱ τύποι τῶν τιμωριῶν Plat. схема и типы наказаний;
π. πόλεως Arst. черта города;
π. ὀκτακισχιλίων σταδίων Polyb. восемь тысяч стадиев в окружности;
; 2) ограничение (τῆς ἀπολαύσεως Diod.);
; 3) след (δύο περιγραφὰ ποδοῖν Aesch.);
; 4) четкость (αἱ τῶν διανοιῶν περιγραφαί Luc.).