Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναμενω
ἀναμένω
ἀνα-μένω
поэт. ἀναμίμνω и ἀμμένω
; 1) ожидать, выжидать
ex. (ἐΰθρονον Ἠῶ Hom.; τὸν ἥλιον Her.; τινά Pind., Soph., Eur., Thuc.; τέν ἀπόκλισιν καὴ περιφορὰν τοῦ φωτός Plut.; οὐκ ἀ. ἀνάγκην προσγενέσθαι Thuc.)
; 2) терпеливо переносить, терпеть
ex. (τι Dem.)
; 3) медлить, тянуть, откладывать
ex. (τι Eur.; μέ ἀ. τὸ πορίζεσθαι τὰ ἐπιτήδεια Xen.)