Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισιπταμαι
εἰσίπταμαι
εἰσ-ίπταμαι
ион. ἐσίπταμαι (aor. 1 εἰσεπτάμην, aor. 2 εἰσέπτην)
; 1) влетать
ex. (πέλεια κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Hom.; στρουθὸς εἰσέπτη Plut.)
; 2) взлетать, взвиваться
ex. (διὰ τῶν πυλων εἰς τὸν ἀέρα Arph.)
; 3) перен. быстро пролетать, распространяться с быстротой молнии
ex. (φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον ἅπαν Her.)