Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντιλακτιζω
ἀντιλακτίζω
; 1) брыкаться в ответ
ex. (εἰ ὄνος ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον Plut.)
; 2) перен. отвечать ударами, бить
ex. (ὑπ΄ ὀργῆς τινα Arph.)
; 3) не допускать до себя, задерживать
ex. (κνίσσ΄ ἀντιλακτίζουσα καπνῷ Plut.)