Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπεριλαμβανω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμ-περιλαμβάνω
; 1) содержать, обнимать, охватывать ex. (κοιλότης ἐμπεριλαμβάνουσά τι Plut.); pass. содержаться, находиться внутри
ex. (ἐμπεριειλημμένα ἐν τῷ ἠλέκτρῳ ζῷα Arst.)
τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον Arst. — внутренняя пустота, полость
; 2) перехватывать, отрезывать
ex. (τὸ ὕδωρ ἐρύμασί τισιν Plut.)