Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασημαινω
κατασημαίνω
κατα-σημαίνω
(чаще med.) снабжать печатью, запечатывать
ex. (τὸ χρυσίον Plat.; ἐπιστολέ κατασεσημασμένη Plut.)
ἐπισκήψεις κατασεσημασμέναι ὑπ΄ ἀμφοῖν Plat. — обвинения обеих сторон, снабженные печатями;
κέλευε αὐτοὺς γράψαντας καὴ κατασημηναμένους δοῦναι τέν ἐπιστολήν Xen. — скажи им, чтобы они написали письмо и в запечатанном виде вручили (слуге)