Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατειργω
κατείργω
ион. κατέργω и κατείργνῡμι (aor. κάτερξα)
; 1) загонять
ex. (τοὺς βοῦς ἐς μέσα τὰ φρύγανα, τοὺς Λακεδαιμονίους ἐς τὰς νέας Her.)
; 2) загонять в тупик, запирать, блокировать
ex. (τοὺς Ἀθηναίους Her.)
; 3) принуждать, заставлять
ex. (τινὰ φόβῳ Plut.)
ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι Thuc. — покоряться более сильному;
τὸ κατειργόμενον Thuc. — необходимость, неизбежность
; 4) препятствовать, мешать
ex. (τινὰ ποιεῖν τι Eur.)
; 5) сдерживать, ограничивать
ex. (τέν φιλαρχίαν Plut.)