Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκατοικεω
ἐγκατοικέω
ἐγ-κατοικέω
(в чём-л.) жить, проживать, обитать
ex. (δόμοις Eur.; перен. ἐν ταῖς ψυχαῖς Polyb. - v. l. κατοικέω)
δοῦναί τινι κώμην ἐγκατοικῆσαι Her. — отвести кому-л. деревню для поселения