Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ελαστρεω
ἐλαστρέω
(impf. ἠλάστρεον - эп. impf. ἐλάστρεον)
ex. (= ἐλαύνω)
; 1) гнать, погонять
ex. (ζεύγεα Hom.)
; 2) приводить в движение веслами
ex. (τριήρης ἐλαστρευμένη Her.)
; 3) гнать, преследовать
ex. (Ἐρινύες ἠλάστρουν μ΄ ἀεί Eur.)