Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισοδος
εἴσοδος
εἴσ-οδος
ион. и староатт. ἔσοδος ἡ
; 1) вход
ex. (ἀραιή Hom.; τοῦ ἱροῦ Her.; μίαν ἔχειν εἴσοδον Arst.; μάχεσθαι περὴ τῆς εἰσόδου Plut.)
; 2) право входа
ex. (παρὰ βασιλῆα Her.)
; 3) проникновение
ex. (ἡ εἴ. τοῦ ἀέρος ἀναπνοέ καλεῖται Arst.)
; 4) прибытие, поступление
ex. (τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Plat.)
; 5) приход, посещение
ex. (τινος Eur., Lys.)
; 6) поступления, доход
ex. (εἴ. καὴ ἔξοδος Polyb.)