Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κτισις
κτίσις
-εως (τῐ) ἡ
; 1) основ(ыв)ание, созда(ва)ние
ex. (ἀποικιῶν Isocr.; πόλεων Polyb.; Ῥώμης Plut.; ἀπὸ κτίσεως κόσμου NT.)
; 2) действие, мероприятие Pind.
; 3) творение, тварь
ex. (λατρεύειν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα NT.)
; 4) власть, начальство
ex. (ὑποτάσσειν πάσῃ ἀνθρωπίνῃ κτίσει NT.)