Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκμαγειον
ἐκμαγεῖον
ἐκμᾰγεῖον
τό
; 1) пластическая масса
ex. (γεννᾶσθαι ὥσπερ ἔκ τινος ἐκμαγείου Arst.)
ἐ. κήρινον Plat. — восковая масса
; 2) отпечаток, оттиск
ex. (ἀσαφές Plat.; ὥσπερ ἐ. ἢ κάτοπτρον Plut.)
ἐ. πέτρης Anth. — каменное изваяние
; 3) тряпка для вытирания или губка
ex. (κατόπτρῳ παρεσκευασμένον ἐ. Plat.)