Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποτρυω
ἀποτρύω
ἀπο-τρύω
(ῡ) тж. med. утомлять, изнурять
ex. (τοὺς Λακεδαιμονίους μακραῖς πορείαις Plut.)
ἀ. ἐλπίδα Soph. — утратить надежду;
γᾶν ἀποτρύεται ἰλλομένων ἀρότρων πολεύων Soph. — (человек) утомляет землю, разворачивая ее с помощью движущихся туда и сюда плугов