Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιβασις
ἐπίβασις
ἐπί-βᾰσις
-εως ἡ
; 1) путь, дорога, тропа
ex. (τέν ἐπίβασιν ἄδηλον ποιεῖν Polyb.)
μηδὲν ἔχειν στερέμνιον εἰς ἐπίβασιν Diod. — не иметь твердой почвы под ногами
; 2) восхождение, подъем
ex. (αἱ τῶν κύκλων ἐπιβάσεις καὴ περιαγωγαί Plut.)
; 3) (о животных) покрывание, случка
ex. (αἱ τῶν ὄνων ἐπιβάσεις Plut.)
; 4) подступ
ex. (ἐπιβάσεις καὴ ὁρμαί Plat.)
; 5) нападение, нанесение удара
ex. (ἐπίβασιν ἔς τινα ποιεῖν Her.; ἐπίβασιν ἀνακόπτειν Luc.)
; 6) разлив
ex. (τῆς λίμνης Plut.; pl. τῆς θαλάσσης Polyb.)
; 7) рит. нарастание, климакс, градация