Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποβιαζομαι
ἀποβιάζομαι
ἀπο-βιάζομαι
; 1) оттеснять, отбрасывать
ex. (τὸ κωλῦον Arst.; ἀθρόῳ τινὴ ἀποβιασθῆναι Xen.; ὑπὸ τοῦ πνεύματος πρὸς τέν Ἀττικέν ἀποβιαζόμενοι Plut.)
; 2) применять силу, идти или действовать напролом Xen., Arst.
; 3) чинить насилия, притеснять
ex. (τινα Polyb.)