Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ακολαστος
ἀκόλαστος
ἀ-κόλαστος
adj.=2 2
; 1) недисциплинированный, разнузданный, распущенный
ex. (δῆμος Her.; ὄχλος Eur.; στράτευμα Xen.; ἀνήρ, ἵππος Plat.)
; 2) невоздержный, неумеренный, распутный
ex. (περί τι Arst. или πρός и ἐπί τι Plut.)
; 3) ненаказанный
ex. (ἁμαρτήματα Xen.)