Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαριθμεω
ἐξαριθμέω
ἐξ-ᾰριθμέω
; 1) исчислять, пересчитывать
ex. (τὸν στρατόν Her.; ναῦς τε καὴ τἆλλα πάντα Plat.)
τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν ἑβδομήκοντα Her. — после подсчета их оказалось семьсот тысяч
; 2) перечислять
ex. (τὰς ἀρετάς Arst.; med.; τὰ ὑπὲρ τῶν προειρημένων Polyb.; τὰς ἡρωϊκὰς συμφοράς Plut.)
; 3) отсчитывать (наличными), уплачивать
ex. (τὰ χρήματα ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.)