Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κοντος
κοντός
ὁ
; 1) шест, багор, жердь
ex. (περιμήκης Hom.; χόρτου ἀγκαλὴς κοντῷ περικειμένη Plut.)
κοντοῖς πρῷραν ἔχειν Eur. — упираться баграми в носовую часть корабля
; 2) древко копья, тж. копье, рогатина
ex. (τρῶσαι κοντῷ εἰς τὸν ὦμον Luc.)