Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διεξαγωγη
διεξαγωγή
δι-εξᾰγωγή
ἡ
; 1) ведение
ex. δ. τοῦ βίου Diod., Sext. — жизнь, существование
; 2) исход, результат
ex. (ταῦτα τοιαύτης ἔτυχε διεξαγωγῆς Polyb.)
; 3) улаживание
ex. (διὰ λόγου ποιεῖσθαι τέν διεξαγωγήν Polyb.)