Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κερδαινω
κερδαίνω
(fut. κερδᾰνῶ - ион. κερδανέω, поздн. κερδήσω, aor. 1 ἐκέρδηνα и ἐκέρδᾱνα, pf. κεκέρδηκα и κεκέρδαγκα; ион. fut. med. κερδήσομαι)
; 1) (тж. κ. κέρδος Soph., Plat. или τὰ κερδαντά Diog.L.) извлекать пользу, получать выгоду
ex. (τινός Plat., ἀπό τινος Xen., Arst., ἔκ τινος Soph. и παρά τινος Lys.)
Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι Her. — мы добьемся (этим) спасения Мегар
; 2) приобретать, получать
ex. (τι πρός τινος Soph.; τὸν κόσμον NT.)
χρηστὰ κ. ἔπη Soph. — заслужить похвалу;
τῇ ἀσφαλείᾳ κ. Eur. — достичь безопасности
; 3) извлекать прибыль, наживать, зарабатывать
ex. (μέγιστα ἐκ φορτίων Her.; ἄλλα δὺο τάλαντα NT.)
κακὰ κ. Hes. — нечестно наживаться
; 4) получать в удел
ex. (τὸν πολὺ χείρω βίον Xen.; διπλᾶ δάκρυα Eur.)
; 5) освобождаться (от чего-л), уметь избегнуть
ex. (ἐνόχλησιν Diog.L.; ὕβριν καὴ ζημίαν NT.; θανάτου προσδοκίαν Anth.)