Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ταραχη
τᾰρᾰχή
τᾰρᾰχή ἡтж. pl.
; 1) волнение (πνεῦμα καὶ τ. Arst.; ὕδατος NT);
; 2) замешательство, смятение (φρενῶν Isocr.);
; 3) запутанность, неясность:
ταῦτα πάντα πολλὴν ἔχει ταραχήν Arst. все это крайне запутанно;
; 4) неурядицы, раздоры, разногласия (τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Thuc.; ταραχὰι πολιτικαί Arst.; λιμοὶ καὶ ταραχαί NT).