Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαπαλλασσω
ἐξαπαλλάσσω
ἐξ-απαλλάσσω
атт. ἐξαπαλλάττω (pass.: fut. ἐξαπαλλαχθήσομαι, aor. ἐξαπηλλάχθην)
; 1) освобождать, избавлять
ex. (τινὰ κακῶν Eur.; κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Her.)
τίς ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται ; Soph. — кто (убив Эгиста) ускользнет безнаказанно?;
τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῆναι Thuc. — отказаться от своих слов
; 2) избавляться
ex. (ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης Eur.)