Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βρασσω
βράσσω
атт. βράττω
; 1) встряхивать, провеивать
ex. (β. καὴ διακρίνειν Plat.)
ὑπὸ γέλωτος βράσσεσθαι Luc. — трястись от смеха
; 2) выбрасывать, швырять
ex. (πόντος ἔβρασέ τινα ἐπὴ σκοπέλους, ὀστέα βέβρασται παρ΄ ἠϊόνι Anth.)