Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συναγωνιστης
συναγωνιστής
συν-ᾰγωνιστής
-οῦ ὁ соратник, союзник, помощник Plat., Isocr.
ex. συγχρῆσθαι συναγωνιστῇ τῷ ποταμῷ Polyb. — использовать реку в качестве союзника;
σ. τινος Aeschin., Dem. и πρός τι Polyb. — помощник в чем-л.