Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιβλεπτος
περίβλεπτος
περί-βλεπτος adj=2 2 всем видный, т. е. известный, славный, прославленный, замечательный (βροτοῖς Eur.; ἐν Ἓλλησι Xen.; παρά τισι Diod.; τῷ σωφρονεῖν καὶ πεπαιδεῦσθαι π. ὑπὸ τῶν πολιτῶν Plut.):
οὐ π. βίος δούλης γυναικός Eur. жалкая жизнь рабыни.