Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διηθεω
διηθέω
δι-ηθέω
; 1) процеживать
ex. (δ. καὴ διαττᾶν Plat.; διηθούμενον ὕδωρ διά τινος Arst.; τὸν ἄκρατον Plut.)
; 2) просеивать, провеивать
ex. (κοσκίνῳ τέν τέφραν Plut.)
; 3) прополаскивать, промывать
ex. (τέν κοιλίην οἴνῳ Her.)
; 4) отцеживать, наливать
ex. (οἶνον πυρέττοντι Plut.)
; 5) просачиваться
ex. (διηθέον τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ ποταμοῦ Her.)