Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυναναμιγνυμι
ξυναναμίγνυμι
συν-αναμίγνῡμι
; 1) смешивать вместе, примешивать, приводить в связь
ex. (τινι Plut.)
ἡ ἄνοια - v. l. ἄγνοια - ξυναναμέμικται αὐτοῖς Luc. — безумие присуще им
; 2) pass. общаться
ex. (πόρνοις NT.)