Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
παλιμβολος
πᾰλίμβολος
πᾰλίμ-βολος adj=2
2
; 1)
непостоянный, ненадежный
(παλίμβολα καὶ ἄπιστα ἤθη
Plat.
; π. καὶ δολερὸς ἀνήρ
Plut.
);
; 2)
лживый, лицемерный
(συκοφάνται
Sext.
).