Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αφορμη
ἀφορμή
ἀφ-ορμή
ἡ
; 1) исходная точка, опорный пункт, тж. операционная база
ex. (ἱκανέ ἀναχώρησίς τε καὴ ἀ. Thuc.; μηδεμίαν ἀφορμήν καταλείπεσθαί τινι Polyb.)
; 2) причина, повод, основание
ex. (πρός и εἴς τι Polyb.; ἀφορμέν παρέχειν и διδόναι Dem.; ἀφορμέν λαβεῖν τι и ἔκ τινος Polyb.)
; 3) тж. pl. средства, капитал
ex. (ἀφορμέν δανείσασθαι Xen.; πίστις ἀ. πασῶν μεγίστη Dem.; εἰς ἀσφαλῆ πράγματα τὰς ἀφορμὰς καταθεῖναι Plut.)
; 4) (у стоиков) отклонение, удаление
ex. (ἡ ἀ. λόγος ἀπαγορευτικός, sc. ἐστιν Plut.)
ὁρμέ καὴ ἀ. Diog.L. — влечение и отвращение