Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποκλαω
ἀποκλάω
ἀπο-κλάω
I.
; 1) отламывать, ломать ex. ( Anacr.; med. Anth.; ἄρμενα ἀποκλασθέντα Theocr.; ὁ φοίνιξ ὑπὸ τῶν πνευμάτων ἀποκλασθείς Plut.),
; 2) подрезывать виноградные лозы Arph.
II.
атт. = ἀποκλαίω