Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρασφαλλω
παρασφάλλω
παρα-σφάλλω (aor. παρέσφηλα) сбивать в сторону, отклонять (sc. ὀϊστόν Hom.; τινά τινος Pind.):
ἀληθείας ἐκτὸς παρεσφαλμένοι Plat. уклонившиеся, т. е. далекие от истинной сущности.