Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εγκραζω
ἐγκράζω
ἐγ-κράζω
(
aor. 2
ἔγκραγον)
громко кричать
(на кого-л.)
ex. (ἐπί τινα
Thuc.
и
τινί
Arph.
)
φωνεῖν ἐγκεκραγός (
part.
pf.
n
=
adv.
)
Arst.
— говорить крикливым голосом