Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θηλυδριας
θηλυδρίας
I.
ион. θηλυδρίης -ου adj. m женоподобный, изнеженный
ex. (ἀνήρ Her., Luc.; τῶν ὀρνίθων τινές Arst.)
II.
-ου ὁ скопец
ex. (ἡ μήτηρ τῶν θεῶν - sc. Κυβέλη - προσίεται τοὺς θηλυδρίας Sext.)