Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποτρωγω
ἀποτρώγω
ἀπο-τρώγω
; 1) обгрызать, объедать
ex. (καρπόν, πτόρθους Plut.)
; 2) откусывать
ex. (ὁρμιάν Arst.; τέν ῥῖνα Luc.)
; 3) рыть до конца, выкапывать
ex. (τᾶς αὔλακος Theocr.)
; 4) выманивать
ex. (μισθούς Arph.; μισθάριόν τινος Men.)