Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διοικοδομεω
διοικοδομέω
δι-οικοδομέω
; 1) разгораживать, отгораживать
ex. (τὸ κύτος τοῦ θώρακος Plat.; τι ἀπό τινος Diod.)
ὅρον διοικοδομῆσαί τινος καί τινος Plat. — провести границу между чем-л. и чем-л.
; 2) перегораживать
ex. (τὰς ὁδούς Diod.)
; 3) строить поперек
ex. (στοάν Thuc.)