Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσεμβαλλω
προσεμβάλλω
προσ-εμβάλλω
; 1) сверх того ввергать
ex. (τινὰ εἴς τινα δίνην Plat.)
; 2) также вводить, помещать
ex. (φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Plut.)
; 3) (sc. ἑαυτόν) проходить, проникать
ex. (εἰς τὰ γυμνάσια Plut.)