Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγγραφω
ἐγγράφω
ἐγ-γράφω
(ᾰ)
; 1) вырезывать, начертать, изображать
ex. (γράμματα ἐν στήλῃ и ζῷα ἐς τέν ἐσθῆτα Her.)
; 2) записывать, вписывать
ex. (τοὺς νόμους Lys.; ἐν ἐπιστολῇ ἐγγράψασθαι Thuc.)
; 3) записывать, вносить в списки
ex. (εἰς τοὺς ἐφήβους Plat.; εἰς τό ληξιαρχικὸν γραμματεῖον Aeschin.; τοῖς πράκτορσιν Dem.; εἰς τοὺς ἀτίμους Plut.; εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι Dem.)
; 4) перен. запечатлевать
ex. (μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις Xen.; med. ἐ. τι μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Aesch.)