Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διατροπη
διατροπή
δια-τροπή
ἡ
; 1) замешательство, смятение
ex. (εἰς διατροπέν ἐμπίπτειν Polyb.; διατροπέν καὴ φόβον τινὴ παρασχέσθαι Diod.)
; 2) расстройство
ex. διατροπαὴ ναυτιώδεις Plut. — приступы тошноты
; 3) смущение, стыд Cic.